Τους κουβαλάει μαζί του όπου κι αν πάει. Τίποτα δεν έχει αλλάξει για αυτόν. Ο Νίκο, ο Γκουστάβο, ο Τσίκι και ο Ούγκο, οι καλύτεροι παιδικοί του φίλοι, αυτοί με τους οποίους έπαιξε τα σημαντικότερα ματς της ζωής του, ξυπόλυτος στις αλάνες του Περδριέλ είναι για πάντα χαραγμένοι στο κορμί του, με ανεξίτηλο μελάνι που δεν φεύγει ποτέ.
Τους έλεγαν La banda de Perdriel και πριν από κάθε παιχνίδι με άλλη γειτονιά του Ροζάριο, παρατάσσονταν στη σειρά και τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο της Αργεντινής. Το βράδυ, είτε έχαναν είτε κέρδιζαν μαζεύονταν σε ένα κιόσκι, παρέα με ένα αναψυκτικό και μοιράζονταν τα όνειρα τους που δεν είχαν ταβάνι.
Ο πιο αδύνατος, ο πιο ασχημούλης, ο πιο καχεκτικός, ο πιο αγαθούλης της παρέας, ο μικρός Ανχελίτο ήταν αυτός που έλεγε πάντα τα λιγότερα. «Το ότι γεννήθηκα στο Περδριέλ ήταν και θα είναι το σημαντικότερο πράγμα που συνέβη ποτέ στη ζωή μου», γράφει ένα τεράστιο τατού που καλύπτει όλο τον πήχη του αριστερού του χεριού.
Ήταν πάντα ταπεινός. Όπως και η καταγωγή του. Ο πατέρας του Μιγκέλ θα μπορούσε να γίνει κι αυτός επαγγελματίας και μάλιστα στη Ρίβερ Πλέιτ αν ένας τραυματισμός δεν έκοβε απότομα την καριέρα του.
Από τα 16 του αναγκάστηκε να φτυαρίζει κάρβουνο για να ζήσει, όπου συχνά τον βοηθούσε η γυναίκα του η Ντιάνα και ο μικρός Ανχελίτο, ο οποίος τακτοποιούσε τα άδεια σακιά και καθάριζε τα εργαλεία του.
Για να πάει ο μικρός Άνχελ στην προπόνηση η μητέρα του αναγκαζόταν να κάνει καθημερινά 20 χιλιόμετρα με το ποδήλατο, τρικάβαλο με αυτόν και την αδερφή του, να τον περιμένει καρτερικά να βγάλει όλη την ενεργητικότητα του στο γήπεδο, αφού ο παιδίατρος ήταν αυτός που τους συνέστησε να τον γράψουν σε κάποιο σπορ για να εκτονώνεται!
Η πρώτη του μεταγραφή κόστισε… 20 μπάλες. Ή 25. Ή 35. Τέλος πάντων, το 1994 οι μπάλες ήταν κάτι σαν χρυσές λίρες στην Αργεντινή: «Ήταν καλοκαίρι του 1994 και ήμουν 7 ετών. Έπαιζα στην ακαδημία Torito και κλείσαμε ένα φιλικό με τη Ροζάριο Σεντράλ. Θυμάμαι ότι πέτυχα δύο πολύ ωραία γκολ και μετά η Ροζάριο ζήτησε να με αποκτήσει», θυμάται ο Αργεντινός.
Όπως ο Λιονέλ Μέσι υπέγραψε σε μία χαρτοπετσέτα το πρώτο του συμβόλαιο με την Μπαρτσελόνα, έτσι κι ο έτερος εκλεκτός υιός του Ροζάριο, Άνχελ Ντι Μαρία πήρε τον δρόμο προς τα αστέρια για κάτι μηδαμινό: ένα σακί με ξεφούσκωτες μπάλες!
Από εκείνες τις ημέρες πέρασαν πολλά πολλά χρόνια, μόνο που δεν άλλαξε απολύτως τίποτα, παρότι ο Ντι Μαρία στέφθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής, έπαιξε σε μερικές από τις μεγαλύτερες ομάδες του κόσμου και το κόστος όλων των μεταγραφών του ξεπέρασε τα 200 εκατομμύρια ευρώ.
Ο Ανχελίτο παραμένει ένας λιπόσαρκος, κοκαλιάρης τύπος, τον οποίο ακόμα φωνάζουν περιπαικτικά «φιδέ».
Έχει ακόμα τα ίδια πεταχτά αυτιά, παραμένει… κακομούτσουνος, στραβοκάνης και ταπεινός. Δεν φούσκωσε στα γυμναστήρια, μιλάει ακόμα με το κεφάλι χαμηλωμένο, αισθάνεται πιο άνετα μέσα σε φόρμες, δεν έκανε καμία πλαστική και παραμένει παντρεμένος με την πρώτη του αγάπη, την οποία παντρεύτηκε στα 20 του, κι ας ήταν 6 χρόνια μεγαλύτερη!
Του είχε μείνει μόνο ένα τελευταίο ποδοσφαιρικό τάμα: να κλείσει την καριέρα του στην ομάδα της καρδιάς του.
Μετά από 18 χρόνια ο «fideo», ο γιος του καρβουνιάρη, ο Άνχελ Ντι Μαρία επιστρέφει στη Ροζάριο Σεντράλ και πολύ πριν πατήσει και πάλι το πόδι του στο «Χιχάντε δε Αρογίτο» έβαλε τα κλάματα στην επίσημη παρουσίαση.
Ο καλεσμένος στη μεγάλη πρεμιέρα στο πρόγραμμα αγώνων είναι η Γοδόι Κρουζ, μα όλα τα φώτα θα είναι στραμμένα στον «φιδέ», ο οποίος θέλει να κλείσει μία ονειρική καριέρα με ένα πρωτάθλημα στο μέρος που έμαθε να κλοτσάει το τόπι.
Ο Ανχελίτο θα νιώθει πια όπως και τότε στις αλάνες του Περδριέλ. Στην εξέδρα θα είναι όλα τα φιλαράκια του, άλλωστε πάντα τους έβαζε τα έξοδα για να τους έχει κοντά του σε κάθε Μουντιάλ.
Ο άσος έχει κατρακυλήσει σε όλες τις στοιχηματικές εταιρίες τον προλαβαίνουμε ακόμα στο 1,82 που μας τον προσφέρει η Stoiximan.